ἀλεξιβέλεμνος

ἀλεξιβέλεμνος
ἀλεξι-βέλεμνος, ον,
A keeping off darts, AP6.81 (Paul. Sil.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αλεξιβέλεμνος — ἀλεξιβέλεμνος, ον (Μ) αυτός που αποκρούει τα βέλη (για χιτώνα ή θώρακα)]. [ΕΤΥΜΟΛ. ἀλεξι * (< ἀλέξω) + βέλεμνον «βέλος, βλήμα»] …   Dictionary of Greek

  • ἀλεξιβέλεμνος — keeping off darts masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλεξιβέλεμνον — ἀλεξιβέλεμνος keeping off darts masc/fem acc sg ἀλεξιβέλεμνος keeping off darts neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλεξι- — Γλωσσ. α συνθετικό ονομάτων τής Αρχαίας και τής Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα. Ετυμολογικά συνδέεται με το ρ. ἀλέξω «προστατεύω, αποκρούω, υπερασπίζω», ανήκει δε στην κατηγορία τών αρχαίων συνθέτων με ρηματικό α συνθετικό σε (σ)ι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”